ωοειδής

ωοειδής
Κάθε επίπεδη κλειστή γραμμή, τέτοια ώστε το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει δύο οποιαδήποτε σημεία της να βρίσκεται ολόκληρο στο εσωτερικό της (δηλ. το μέρος του επιπέδου που αυτή περικλείει) ή να αποτελεί μέρος αυτής της γραμμής. Παραδείγματα ω. γραμμών είναι η περιφέρεια κύκλου, η έλλειψη κ.ά. Τα σημεία στα οποία η καμπυλότητα έχει τη μέγιστη ή την ελάχιστη τιμή της λέγονται κορυφές της ω., (στην έλλειψη, κορυφές είναι τα δύο ζεύγη των άκρων των αξόνων της). Η ω. δεν είναι δυνατόν να έχει λιγότερες από 4 κορυφές. Μία ω. γραμμή μπορεί να μην έχει σε όλα τα σημεία της εφαπτομένη, αλλά έχει σε κάθε σημείο ευθεία στήριξης, δηλ. ευθεία που έχει ένα τουλάχιστον κοινό σημείο με την ω. και τέτοια ώστε όλη η καμπύλη να βρίσκεται από την ίδια μεριά της ευθείας. Μπορεί να αποδειχτεί ότι σε κάθε διεύθυνση αντιστοιχούν δύο ευθείες στήριξης και η απόστασή τους λέγεται πλάτος της ωοειδούς.
* * *
-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής τού Καρτεσίου» β. «ωοειδής τού Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό τού ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα αβγού: Το πρόσωπό του είναι ωοειδές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾠοειδῆ — ᾠοειδής egg shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ᾠοειδής egg shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιοειδεῖς — ᾠοειδής egg shaped masc/fem acc pl ᾠοειδής egg shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιοειδές — ᾠοειδής egg shaped masc/fem voc sg ᾠοειδής egg shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοειδεῖ — ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοειδεῖς — ᾠοειδής egg shaped masc/fem acc pl ᾠοειδής egg shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοειδές — ᾠοειδής egg shaped masc/fem voc sg ᾠοειδής egg shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεμφαδένας — Ωοειδής δομή που εντοπίζεται κατά μήκος της πορείας των λεμφαγγείων. Φιλτράρει τη λέμφο (βλ. λ.) και ενεργεί ως φραγμός για την εξάπλωση μιας λοίμωξης. Η διόγκωσή του μπορεί να είναι ένδειξη τοπικής φλεγμονής, συστηματικής διαταραχής ή… …   Dictionary of Greek

  • ᾠοειδοῦς — ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”